- νεκροδέγμονος
- νεκροδέγμωνreceiving the deadgen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεκροδέγμων — νεκροδέγμων, ον (Α) αυτός που δέχεται τους νεκρούς («Ἅιδου τού νεκροδέγμονος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο δέγμων, κυμο δέγμων] … Dictionary of Greek